δασκάλα

δασκάλα
η
1. αυτή που επάγγελμά της έχει τη διδασκαλία κυρίως στο δημοτικό: Στο δημοτικό είχαμε μια πολύ καλή δασκάλα.
2. η σχολαστική, η έμπειρη: Είναι δασκάλα στη μαγειρική.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δασκάλα — η βλ. δάσκαλος …   Dictionary of Greek

  • μονοτονικό — Όπως είναι γνωστό, η ελληνική πολιτεία καθιέρωσε το 1982 στη γραφή της νέας ελληνική γλώσσας το μονοτονικό σύστημα, τη χρήση δηλαδή μόνο της οξείας ως συμβόλου που υποδεικνύει τη συλλαβή που τονίζεται. Η απόφαση αυτή στηρίζεται στην ιστορία της… …   Dictionary of Greek

  • Finos Film — (Greek: Φίνος Φιλμ) is a film production company that dominated the Greek film industry from 1943 to 1977. It was founded by Philopemen Finos in 1942 during World War II. It was the biggest film production company in Greece at the time and one of …   Wikipedia

  • Myrivilis — Stratis Myrivilis (griechisch Στρατής Μυριβήλης, Pseudonym für Ευστράτιος Σταματόπουλος Evstratios Stamatopulos; * 30. Juni 1890 in Skamia auf der Insel Lesbos, damals Osmanisches Reich † 19. Juli 1969 in Athen) war ein griechischer… …   Deutsch Wikipedia

  • Stratis Myrivilis — (griechisch Στρατής Μυριβήλης, Pseudonym für Ευστράτιος Σταματόπουλος Evstratios Stamatopulos; * 30. Juni 1890 in Skamia auf der Insel Lesbos, damals Osmanisches Reich; † 19. Juli 1969 in Athen) war ein griechischer Schriftsteller. Leben… …   Deutsch Wikipedia

  • Dínos Dimópoulos — (grec moderne : Ντίνος Δημόπουλος) né le 21 août 1921 à Palairos (Acarnanie) et mort à Athènes le 28 février 2003, était un acteur, scénariste, dramaturge, réalisateur et metteur en scène de théâtre et cinéma grec. Sommaire 1 Biographie …   Wikipédia en Français

  • Ксантулис, Яннис — Яннис Ксантулис греч. Γιάννης Ξανθούλης Дата рождения: 1947 год(1947) Место рождения …   Википедия

  • αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… …   Dictionary of Greek

  • αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… …   Dictionary of Greek

  • δάσκαλος — και διδάσκαλος, ο (θηλ. δασκάλα και δασκάλισσα και διδασκάλισσα, η) (AM διδάσκαλος, ο, η) 1. όποιος έχει ως επάγγελμα να διδάσκει άλλους, κυρίως τις πρώτες, απαραίτητες γνώσεις 2. αυτός που διδάσκει και προκαλεί αλλαγές («ο πόλεμος... βίαιος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”